- αγνοώ
- ἀγνοῶ (Α -έω)1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μουνεοελλ.1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ, αψηφώ2. (παθ. μτχ. ως ουσ.) αγνοούμενος, -η, -οπρόσωπο, για την τύχη τού οποίου δεν γνωρίζουμε τίποτε μετά από στρατιωτική επιχείρησηαρχ.1. δεν αντιλαμβάνομαι, δεν αναγνωρίζω2. δεν διακρίνω, δεν κατανοώ, αδυνατώ να καταλάβω3. ξεχνώ, λησμονώ4. δεν γνωρίζω τί είναι δίκαιο, ορθό5. κάνω σφάλμα ή αμάρτημα από άγνοια6. (μτχ. ενεστ.) ἀγνοῶνκατά λάθος, από άγνοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ασθενής βαθμίδα τού γιγνώσκω.ΠΑΡ. ἄγνοιααρχ.ἀγνόημα, ἀγνοητικός, ἀγνοούντως.ΣΥΝΘ. ἀγνόδικος].
Dictionary of Greek. 2013.